- φερεαυγής
- φερε-αυγής, ές, poet. for φεραυγής, AP9.634.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φερεαυγής — ές, Α (ποιητ. τ.) βλ. φεραυγής … Dictionary of Greek
φερεαυγέα — φερεαυγής neut nom/voc/acc pl (epic ionic) φερεαυγής masc/fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φεραυγής — ές, ΜΑ, και φερεαυγής Α αυτός που εκπέμπει φως («ἠελίοιο φεραυγέος», Νόνν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < φέρω (για τη μορφή τού α συνθετικού βλ. λ. φέρω) + αυγής (< αὐγή), πρβλ. κυαν αυγής, φωτ αυγής] … Dictionary of Greek